Πρώτο Μέρος
ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ...
Κλειδωμένη η ελπίδα να μετράει τις ώρες
κι η ζωή μια ρανίδα στων εχθρών τους τις μπόρες...
Σ’ ένα έργο στημένο με διχτυών ανηφόρες,
που ποτέ του δε γνώρισε ούτε χρόνο, ούτε χώρες...
ΙΔΑΝΙΚΑ ΚΙ ΟΡΑΜΑΤΑ
Ιδανικά κι οράματα, χάρτινα, κλεμμένα...
Άλλοτε λυτρωτικά, με αίμα ποτισμένα...
Τη σιωπή της λήθης χλευάζουν ντροπιασμένα,
έκθετα στο μέλλον, ριγούν διαμελισμένα...
ΟΙ ΕΥΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Θα ξανάρθουν όσα ιερά κλαπήκαν
και πικρά θα εκπλαγούν όσοι "εύκολα" τα βρήκαν...
Αρπαγές, λεηλασίες, ύβρεις, ιεροσυλίες...
Δεν παρεκκλίνουν – ευτυχώς – της ιστορίας οι ευθείες.
Κατατροπώνουν ασεβείς και εχθρών λυκοφιλίες...
Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ
Δύο χέρια άοπλα, δικά τους,
αχνά ψηλάφισαν το μέλλον...
Κι ένα μειδίαμα πικρό, στα χείλη χαραγμένο...
Ό,τι δικό τους, ιερό, σ’ "εκείνους" πουλημένο.
Σ’ αυτούς που λεηλάτησαν – χωρίς ίχνος αιδούς -,
ίδια το "στεγνό" και ίδια το "βρεγμένο"...
Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥΣ
Θα ξαφνιάσουν οι μέρες εκείνες...
Μα ηλιαχτίδες ζωής θα ζεστάνουν,
τα τρεμάμενα, κρύα τους χέρια,
μακριά απ’ τις μπόρες που φθάνουν...
ΛΟΓΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ
Ντράπηκαν κι οι "θρίαμβοι" στεγνά, σφιγμένα χείλη,
του μόχθου και της λεβεντιάς άσπονδοι πάντα φίλοι.
Αυλικοί, ρηχοί και κούφιοι, τους παιδεύουν,
-χρόνια πίσω και μπροστά-
κάθε πρωινό και δείλι...
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΟΝΕΙΡΟ...
Τ ’όνειρο το ρημαγμένο,
πάντοτε θα στέκει ορθό...
Ζει κρυμμένο στην ψυχή τους,
άυλο και ιερό...
ΖΑΛΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ
Βλέπουν από κει ψηλά,
τα δικά μας, τα τρεπτά...
Άυλοι, ανίκητοι, πρεσβεύουν νοερά...
Ζαλώθηκε και ο καιρός:
Μπρος του φθινοπώρου φως,
πίσω τον βαθύ γκρεμό...
Η ΕΠΑΙΤΕΙΑ
Όσοι ασπάζονται τις μνήμες,
τους τιμάει ο καιρός.
Δίκαιος κριτής, ορθός...
Μόνες η λήθη κι η αιδώς,
θα επαιτούν για λίγο φως...
ΤΟ ΨΕΜΑ
Κούρασε τις μέρες όλων, έντυσε μ’ αχλύ το φως...
Μα το ντρόπιασε ο καιρός...
Ό,τι και να κάνει, ό,τι και να πει,
χωρίς παραδοχή της γύμνιας του,
χαμένο θα ‘ναι πάντα, έτσι και αλλιώς...
Η ΤΙΜΩΡΙΑ
Από εδώ θα περάσει,
χωρίς να ρωτήσει,
ντυμένη κουρέλια εκείνη η μέρα...
Μοιραία θ’ αφήσει,
χωρίς λόγια και έργα,
όσους δεν γνώρισαν χειμώνα αγέρα...
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ (ΟΣΩΝ ΕΧΘΡΩΝ)
Η προδοσία τους προμελετημένη,
έσφυζε από ενοχή...
Εξόριστη κατήντησε...
Κύρτωσε και ζάρωσε
και ξέπεσε ρηχή...
Κλειδωμένη η ελπίδα να μετράει τις ώρες
κι η ζωή μια ρανίδα στων εχθρών τους τις μπόρες...
Σ’ ένα έργο στημένο με διχτυών ανηφόρες,
που ποτέ του δε γνώρισε ούτε χρόνο, ούτε χώρες...
ΙΔΑΝΙΚΑ ΚΙ ΟΡΑΜΑΤΑ
Ιδανικά κι οράματα, χάρτινα, κλεμμένα...
Άλλοτε λυτρωτικά, με αίμα ποτισμένα...
Τη σιωπή της λήθης χλευάζουν ντροπιασμένα,
έκθετα στο μέλλον, ριγούν διαμελισμένα...
ΟΙ ΕΥΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Θα ξανάρθουν όσα ιερά κλαπήκαν
και πικρά θα εκπλαγούν όσοι "εύκολα" τα βρήκαν...
Αρπαγές, λεηλασίες, ύβρεις, ιεροσυλίες...
Δεν παρεκκλίνουν – ευτυχώς – της ιστορίας οι ευθείες.
Κατατροπώνουν ασεβείς και εχθρών λυκοφιλίες...
Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ
Δύο χέρια άοπλα, δικά τους,
αχνά ψηλάφισαν το μέλλον...
Κι ένα μειδίαμα πικρό, στα χείλη χαραγμένο...
Ό,τι δικό τους, ιερό, σ’ "εκείνους" πουλημένο.
Σ’ αυτούς που λεηλάτησαν – χωρίς ίχνος αιδούς -,
ίδια το "στεγνό" και ίδια το "βρεγμένο"...
Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥΣ
Θα ξαφνιάσουν οι μέρες εκείνες...
Μα ηλιαχτίδες ζωής θα ζεστάνουν,
τα τρεμάμενα, κρύα τους χέρια,
μακριά απ’ τις μπόρες που φθάνουν...
ΛΟΓΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ
Ντράπηκαν κι οι "θρίαμβοι" στεγνά, σφιγμένα χείλη,
του μόχθου και της λεβεντιάς άσπονδοι πάντα φίλοι.
Αυλικοί, ρηχοί και κούφιοι, τους παιδεύουν,
-χρόνια πίσω και μπροστά-
κάθε πρωινό και δείλι...
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΟΝΕΙΡΟ...
Τ ’όνειρο το ρημαγμένο,
πάντοτε θα στέκει ορθό...
Ζει κρυμμένο στην ψυχή τους,
άυλο και ιερό...
ΖΑΛΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ
Βλέπουν από κει ψηλά,
τα δικά μας, τα τρεπτά...
Άυλοι, ανίκητοι, πρεσβεύουν νοερά...
Ζαλώθηκε και ο καιρός:
Μπρος του φθινοπώρου φως,
πίσω τον βαθύ γκρεμό...
Η ΕΠΑΙΤΕΙΑ
Όσοι ασπάζονται τις μνήμες,
τους τιμάει ο καιρός.
Δίκαιος κριτής, ορθός...
Μόνες η λήθη κι η αιδώς,
θα επαιτούν για λίγο φως...
ΤΟ ΨΕΜΑ
Κούρασε τις μέρες όλων, έντυσε μ’ αχλύ το φως...
Μα το ντρόπιασε ο καιρός...
Ό,τι και να κάνει, ό,τι και να πει,
χωρίς παραδοχή της γύμνιας του,
χαμένο θα ‘ναι πάντα, έτσι και αλλιώς...
Η ΤΙΜΩΡΙΑ
Από εδώ θα περάσει,
χωρίς να ρωτήσει,
ντυμένη κουρέλια εκείνη η μέρα...
Μοιραία θ’ αφήσει,
χωρίς λόγια και έργα,
όσους δεν γνώρισαν χειμώνα αγέρα...
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ (ΟΣΩΝ ΕΧΘΡΩΝ)
Η προδοσία τους προμελετημένη,
έσφυζε από ενοχή...
Εξόριστη κατήντησε...
Κύρτωσε και ζάρωσε
και ξέπεσε ρηχή...