ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Τι να σου γράψω που τα λόγια είναι λίγα;
Χωρίς βιτρίνες κι όλα τ’ άλλα τυπικά,
που σε ματώνουν με της λήθης τη λεπίδα,
θες να πετάξεις μα έχει ανήφορο μπροστά…

Τι να σου γράψω, τι να πω για να σε πείσω;
Πως τη ζωή δεν την τιμούν τα στεγανά,
χάρτινα όλα και ραμμένη η φωνή σου,
σαν το πουλί μες το κλουβί που τριγυρνά…

Δεν θα σ’ αφήσω να πνιγείς μες τη σιωπή σου,
αυτή που σου ’μαθαν νωρίς πολύ καλά,
θέλω μια θάλασσα να γίνει η φωνή σου,
να πνίξει τύπους και ταμπέλες και "θεριά"…


ΧΩΡΙΣ "ΑΥΤΗΝ"…


Χωρίς "αυτήν" δεν θα μπορέσεις να περάσεις,
στην απέναντι όχθη που είναι πιο γιορτινή…
Το διαβατήριο της ψυχής σου δεν θα βρίσκει τη σφραγίδα
κι οι "ελεγκτές" του στην προβλήτα στέκονται πάντα σιωπηροί.
Χωρίς χαμόγελο, σκυφτοί, ζητούν χαρτιά και υπογραφή…


Η ΘΟΛΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

Όταν καταφέρεις να σπάσεις εκείνη τη βιτρίνα,
που στέκει απ’ έξω τόσο άχρωμη, γκρίζα και βαριά,
μα μέσα στην ψυχή σου κοφτερό γυαλί,
χαράζει την πιο βαθιά, πικρή αυλακιά…

Όταν μπορέσεις να σπάσεις εκείνα τα δεσμά,
που αμίλητο σε άφησαν γι’ ακόμη μια φορά,
της απουσίας να κρατούν τα σκήπτρα θλιβερά
κι εσένα ματωμένο απ’ τα πολλά γυαλιά…

Τι περιμένεις από κείνη τη θολή βιτρίνα;
Ξέρω καλά από αυτή την πάλη…
Άλλα να θες να κάνεις, της ψυχής σου
κι άλλα να ζητά η "διαδρομή η άλλη"…


ΣΑΝ ΧΑΡΑΥΓΗ…

Ποιός να περίμενε τόση σιωπή σε τόσα λόγια;
Πώς διαπερνά πάντα "τα τείχη" η ψυχή…
Χαμογελάει μυστικά πίσω απ’ τα τζάμια
και τους χαϊδεύει με στοργή μία πληγή…

Ποιός να περίμενε τόση φωνή μες τη σιγή τους;
Πάλευε, μάτωνε να βγει σαν χαραυγή…
Από τα πέτρινα τα βράχια τσακισμένη,
την είδα μόνη να γυρεύει μια ακτή…


ΓΝΩΡΙΖΑΝ…

Πιο τσακισμένα και πιο θλιβερά από τις φυλακές…
Μετρούσαν τα λεπτά για ν’ αναπνεύσουν πιο βαθιά,
αδιαφορώντας για καθρέφτες και βιτρίνες αλγεινές…
Πάλευαν σκληρά για να τις σύρουν σιδερένιες και βαριές…
Γνώριζαν, μα δε μιλούσε και το χθες…


ΔΥΣΚΟΛΗ ΠΑΛΗ…

Σου μιλάω σαν να είσαι σε μια ξένη φυλακή…
Με συνθήματα ραμμένα στης ψυχής σου τη φωνή…
Πόσο δύσκολο και άδειο να παλεύεις τη σιωπή…
Πώς να βρουν οι λέξεις ρίζες και τα άνθη τους ζωή;


ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ


Αυτό που έψαχνες να βρεις τώρα το ξέρεις…
Τι να σου κάνουν κι οι γιορτές σε μια σκηνή…
Μέρα και νύχτα απ’ τη ζωή σου δραπετεύεις,
μέσα στο γυάλινο κλουβί χωρίς φωνή…

Μη φοβηθείς ποτέ αυτή την πάλη…
Εκείνη σου ’μαθε καλά κάθε πληγή…
Και στη ζωή αυτό που αξίζει να γνωρίσεις,
δεν έχει πέτρινες σιωπές μα τη φωνή…


ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ… (ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ)

Σαν να περιμένεις έξω από μια ψυχρή εντατική,
να μην ξέρεις τίποτα και να κάνεις προσευχή…
Γύρω σου όλα παγωμένα, κυλούν τόσο αργά,
οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά…

Σαν να περιμένεις έξω από μια γκρίζα εντατική,
να μην υπάρχει ίχνος ζωής, μόνο μια πικρή σιωπή…
Σαν να έχει πικραθεί πρώτη φορά τόσο η ζωή…
Τότε τα λόγια δεν έχουν καμία απολύτως αξία,
παρά μόνο η νοερή σου προσευχή…


ΟΙ ΓΚΡΙΖΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ


Πόσο πιο ψυχρά και πόσο πιο απόμακρα ακόμα;
Πόσα πιο γκρίζα και βαριά συρματοπλέγματα;
Μοιάζουν με ήλιους που διψούσαν να ζεστάνουν,
μα τους πάγωσαν πικρής σιωπής τα γέρματα…

Δεν ξέρω αν γνωρίζεις από γκρίζες φυλακές…
Χωρίς κλειδιά, χωρίς κουβέντες, με κομπάρσους και γιορτές…
Αυτές που μπήκες μέσα τους, χωρίς να το θελήσεις,
και σ’ έκαναν να μη μιλάς καθόλου για το χθες…


ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΡΑ… (ΟΤΑΝ ΠΡΕΠΕΙ).


Ξημέρωνε κάποια γιορτή σαν τις πολλές
κι όλοι σου οι δρόμοι ανοιχτοί κι οι διαδρομές…
Η απουσία πάντα ίδια και πικρή,
βιτρίνες άδειες σου ζητούν επιστροφή…

Πόσο ν’ αντέξει η ζωή σου αυτό το γκρίζο;
Αυτή την άχρωμη βιτρίνα, την ψυχρή;
Βάζε τα χέρια, την ψυχή σου πάντα κόντρα,
να μη ζητήσει δανεικά κι επιστροφή…


ΤΑ ΣΙΩΠΗΛΑ ΑΓΚΑΘΙΑ

Κάπου θρυμματισμένα, κρυμμένα μέσα τους βαθιά…
Πότε το βλέμμα ασυννέφιαστο, ζεστό
και πότε της αχλύος, ν’ ανταμώνει τη φωτιά…
Όσοι μάτωσαν από κείνα τ’ αγκάθια,
-γνέφουν πάντοτε αμίλητοι-,
δε θέλουν να μιλούν γι’ αυτά…


"ΤΟ ΒΗΜΑ"…


Πρέπει να βρεις εκείνο "το βήμα",
αυτό που σε πάει πιο μακριά…
Απ’ τις παγίδες και τα βρεγμένα,
να νιώσεις πάλι κάπου στεγνά…

Μην το αργήσεις κι αργήσεις πάλι…
Χλωμός θα γυρνάς, θα μένει η πληγή…
Άσε εκείνο να σ’ οδηγήσει,
-ήδη το έκανε–
χωρίς να ’σαι εκεί…


Η ΘΗΛΙΑ

Έχεις σκεφτεί ποτέ να γκρεμίσεις,
εκείνα που έχτισες μες τη φωτιά;
Να πεις, να μιλήσεις για όσα αισθάνεσαι,
χωρίς να διστάσεις με τόσα "γυαλιά";…

Έχεις σκεφτεί ποτέ να αγγίξεις,
τον κόσμο όπως είναι, χωρίς "πετονιά";…
Ν’ αφήσεις τον φόβο που σε βαραίνει
κι αμίλητο σ’ άφησε με μία θηλιά…


ΤΟ ΣΘΕΝΟΣ ΤΟΥΣ

Προχωρούσε με δυσκολία μα δεν υπήρχε επιλογή…
Μπροστά κοιτούσε κι ένα δάκρυ έτρεξε κάποια στιγμή…
Δεν θα μπορέσουν να το νικήσουν…
Βαδίζει αγέρωχο, μονάχο του κι ορθό,
σαν τον στρατιώτη τον λεβέντη, που δεν πήρε διαταγή…


ΧΩΡΙΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑ…

Και τώρα μου λες, πάλι γιορτές…
Απ’ έξω λουλούδια, στολίδια και φώτα,
μα μέσα σου ξέρω, αργεί, δεν χαράζει,
γιορτάζουν οι μέρες πιο θλιβερές…

Τι περιμένεις χωρίς τη φωνή σου;
Γιορτές θα ’ναι πάντα μα εσύ σαν σκιά…
Κι όπου κι αν πας, κι ό,τι κι αν κάνεις,
μ’ αυτήν θα γυρίζεις χωρίς λευτεριά…


ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΨΥΧΗ…


Κάτι σαν περιορισμός ψυχρός, χωρίς ουσία…
Λες κι η ψυχή γνωρίζει φυλακή…
Μήτε τους δεσμοφύλακες μήτε και το κλειδί…
Άυλη, ελεύθερη, μπορεί και μπαινοβγαίνει,
χωρίς τις διαταγές τους και την πικρή σιωπή…


Η ΠΑΛΗ ΑΝΟΧΗΣ


Πώς είναι όταν στεγνώνεις από λέξεις,
μα μέσα σου τρέχουν σαν ποτάμια ορμητικά
και πρέπει τότε απ’ τη ροή τους να παλέψεις,
πότε τις λάσπες και πότε τα θολά, βαθιά νερά…

Πώς είναι όταν νεκρική απλώνεται η σιγή,
μα μέσα σου -πάντοτε- πιο βαθιά πώς ρέει,
αργή, πελώρια, του πάγου, θλιβερή,
σαν να σου κλέβει ένα κομμάτι απ’ τη ζωή…

Πώς είναι όταν χωρίς λόγια τα πάντα έχεις πει,
τα πάντα έχεις νιώσει, χωρίς να είσαι εκεί…
Τότε έναν και μόνο έναν δρόμο,
κάνουν οι δρόμοι στην ψυχή…

Πώς είναι όταν περιμένεις μετά απ’ τη βροχή,
ελπίδας ηλιαχτίδα να βγει για να τη δεις;
Το ίδιο και για κείνους που έκρυψαν τις λέξεις
κι έβαλαν άλλες, δανεικές, με πάλη ανοχής…


ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ…


Μοιάζει η λήξη σαν τη φωνή τους…
Πώς ζει κανείς με τόση σιγή;
Και για τις δύο πληγές που ’χαν τότε ανοίξει,
τους πήρε καιρό, μα ήταν εκεί…

Απ’ όσα θωρούν, λίγα ισχύουν…
Το λέω εγώ που ξέρω καιρό…
Κι αν δεν παλέψουν να τ’ αποφύγουν,
μπροστά τους θα τρέχουν σαν το νερό…


ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ…


Σκέψου λίγο πιο βαθιά από "εκείνα"…
Να μη γνωρίσεις τα ίδια να κάνεις…
Μην έρθει μια μέρα μπροστά σου,
που άλλα θα θες κι άλλα θα "φθάνεις"…


Η ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥΣ

Η μέρα εκείνη…
Με τσακισμένα τα συστήματα όλα, παγωμένα,
πεσμένη σε μια λίμνη αίματος,
μια χλωμή φιγούρα πάλευε σε "χέρια ξένα"…

Η μέρα εκείνη…
Όλα στη σιγή παραδομένα,
κι εκείνη η φιγούρα ακόμη μες τα αίματα,
ν’ αγωνίζεται να σηκωθεί, για ν’ ακούσει πάλι ψέματα…

Η μέρα εκείνη…
Δύο βαθιές της μαχαιριές σε μέτωπο και χέρια,
όταν σε φώναξε να τη βοηθήσεις,
μα εσύ γυρνούσες σε σιωπηλά λημέρια…

Η μέρα εκείνη…
Μια νεκρική, παγωμένη, μαρμάρινη σιωπή…
Και πάλι εκείνη η φιγούρα μες το αίμα…
Που βρήκαν φωνή γι’ αυτή δύο απλοί περαστικοί,
αφού εσύ το πάλευες για να βρεθείς εκεί…


ΟΙ ΑΥΛΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ

Τι να τα κάνεις όλα αυτά χωρίς "εκείνη";
Να θες να "βάψεις" και πικρά να μην μπορείς…
Πώς μια πληγή και άλλη μια θέλει ν’ ανοίξει,
-στο ίδιο μέρος- και οι τύποι αυλικοί…
Νάτοι!... μπροστά τους τώρα τους διατάζουνε να δώσουν:
το όνομά τους, τα χαρτιά κι υπογραφή…


ΑΜΙΛΗΤΗ…


Ποτέ μου δε συνήθισα εκείνη τη νεκρική σιγή,
που απλωνόταν πάντοτε σαν να μην είσαι εκεί…
Κι ας γνώριζα εγώ απ’ τις βροχές σου…
Πιο δυνατή να έβγαινε εκείνη η φωνή,
όταν γυρνούσε αμίλητη μετά απ’ τη "βροχή"…


ΑΝΗΜΠΟΡΗ ΜΕΡΑ


Σαν τη μέρα που δεν είχε άλλη δύναμη…
Ριγούσε όρθια να σταθεί, αναιμική κι ανήμπορη…
Με κείνους ξεχασμένους σε πέτρινες σιωπές
κι εκείνη να μη θέλει ν’ ακούει για το χθες…


ΠΟΡΤΑ ΕΡΜΗΤΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΗ

Ξημέρωναν οι μέρες αργές, μέσα σε τόση σιωπή…
Τόση, που μέχρι και οι ψίθυροι στάθηκαν προσοχή!...
Πάντα αγέλαστη, συννεφιασμένη και ψυχρή,
χτυπούσαν οι λέξεις για να μπουν,
μα η πόρτα της βαριά κι ερμητικά κλειστή…


Η ΑΠΟΥΣΙΑ


Μια απουσία μαυροφορεμένη και σκαιή…
Ένας θρήνος βουβός, σαν το νεκρό παιδί…
Ποτέ κανείς δεν τη συμπάθησε, ό,τι και να πει…
Ούτε κι αυτή συμπάθησε ποτέ της τη ζωή…


ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΗΜΑΔΙ…

Εκείνο το πικρό και τόσο νεκρό σημάδι…
Πως κάποιος είναι εκεί…
Αόρατος… αμίλητος…
Θλιβερό και γκρίζο, πιο πολύ κι απ’ το σκοτάδι…
Τόσο, που ξημερώνει πάλι βράδυ…


ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ


Με γέλιο μεταμφιεσμένο, του γύψου, φθινοπωρινό…
Να μην το θες μα να το βάζεις,
να μη φανεί τόσο πικρό…
Όπου κι αν πας θα το φορέσεις,
ανάγκης τίμημα σκαιό…
Γνέφει κι αυτό μαζί με σένα τον αποχαιρετισμό:
σιδερένιο και σκυφτό…


ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ…


Και τώρα που σταμάτησαν τα λόγια,
πες μου τι έμεινε απ’ τη νεκρή σκηνή;
Γύρισες πάλι στα μικρά, στενά, δικά σου,
μα νιώθεις ότι κάπου θα χρωστάς λίγη φωνή…

Να μη διστάσεις, να μην κάνεις πίσω τώρα.
Κι όλοι οι άλλοι δεν τη νιώσαν τη "θηλιά"…
Λίγα λεπτά μου πήρε μόνο για να μάθω,
αυτό το βλέμμα που δε γνώρισε μιλιά…


Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ


Πάντοτε δύσκολο είναι να γίνεται,
μα ο λιγότερο ματωμένος πρέπει να στέκεται…
Ακόμα κι αν έχουν καταρρεύσει όλα γύρω του,
να βρίσκει τρόπο να μένει όρθιος, ν’ αντιστέκεται…
Ο ήλιος τους εκείνη τη μέρα βγήκε πιο λαβωμένος…
Κι αν δεν έφυγε κι έμεινε εκεί με προσευχή,
ήταν γιατί ο αγώνας τους ήταν ο πιο ματωμένος…


Η ΑΝΟΧΗ…


Τι σου φόρτωσαν πάλι και γυρνάς χωρίς να ξέρεις;
Μη σου διαφύγει μόνο εκείνη η στιγμή…
Χαμένα χρώματα, τραγούδια κι ένα γέλιο,
πάντα χρωστούσαν ένα  βλέμμα στη ζωή…

Σου λένε "τα γύψινα" μα εγώ ξέρω εσένα…
Αργούν οι μέρες μέσα σε πιο ψυχρή σιωπή…
Πνίγεται μέσα στα νεκρά, πικρά σου τζάμια,
σιωπή που μάτωσε με τόση ανοχή…


ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΥΧΗΣ


Δεν θα τη βρει εκεί και ήδη το γνωρίζει…
Άδικα γυρίζει κι ας χαμογελά…
Πιο κοντά θα είναι πάντοτε "στα άλλα",
γιατί η ψυχή δε μένει, εκεί που δεν πονά…


ΑΙΜΑΤΙΝΗ ΦΩΝΗ


Μια φιγούρα απόμακρη, πόσο απόμακρη…
Κέρινη, αχνή, μαρμάρινη, ωχρή…
Που πάλεψε να βρει για λίγο το χαμόγελο,
μα υψώθηκαν τα βράχια –ίδια με λεπίδες–
και μάτωσε διπλά, που μάτωσε η φωνή…


ΔΙΠΛΗ ΑΝΗΦΟΡΑ


Απ’ τα σκληρά τα τείχη και τα κάστρα,
η πάλη βαδίζει διπλή ανηφόρα…
Νιώθω τη φωνή τους ν’ αναπνέει με την ώρα…
Ποτέ να μη γνωρίσουν τη μέρα εκείνη…
Την είδα και την έζησα στην πρώτη την μπόρα…


ΗΡΘΕ Η ΜΕΡΑ…


Ήρθε η μέρα και το είχες καταλάβει,
πίσω απ’ τα διάφανα, θολά, πικρά σου τζάμια,
μ’ ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο να παίζει
και τη ζωή σου να γυρεύει τα σημάδια…

Ήρθε η μέρα και το είχες πια κοντά σου,
χωρίς τους γύψους και μαρμάρινες σιωπές,
να σε κοιτά, να μη ρωτά μα να σε νιώθει,
για όλα αυτά που δεν ξεπούλησες στο χθες…


ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ


Σαν νικηφόρος χαιρετισμός στο παρελθόν…
Λίγα λεπτά για τόσα χρόνια σιωπηρά,
θαρρείς σε πήραν απ’ το χέρι κρυφά
κι εσύ δεν ήσουν ποτέ ξανά απών…