Δεύτερο Μέρος
«Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ»
Κατεβαίνει μυστικά,
με μύρα και με θυμιατά,
η «Αρχόντισσα» και τους κοιτά...
Ασημένια η θωριά της,
αλώβητη μες τον καιρό...
Πιάνουν το χέρι της ζεστό,
όσοι δεν πρόδωσαν ποτέ τους,
λίγη μνήμη, λίγη πίστη, λίγο χώμα ελληνικό...
Η ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Παράλληλες μα έρημες ροές,
πέτρωσαν για κάποια χρόνια...
Τις κέντησαν με αίμα και αχλύ,
της λήθης τα βελόνια...
Ανέβηκε κι η άνοιξη χειμώνα,
ανήφορους με χιόνια,
να σφίξει στην αγκάλη της,
χαμένα χελιδόνια...
ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Θα σε βρω στην ανηφόρα τ’ ουρανού σου,
εκεί που από μικρό παιδί γυρνούσες πάντα,
με όλα τα άνθη και τα λάθη της ζωής σου,
να ψιθυρίζουν μια γλυκόπικρη μπαλάντα.
Και σε βρίσκω πάλι στη σκαιά σιωπή σου,
ποιός σ’ έβαζε χρόνια να μετράς πλαστά ;
Τα λεπτά, τις ώρες, όλες τις στιγμές σου,
με ταμπέλες, τίτλους, δήθεν, τυπικά...
Θα σε βρω στον δρόμο εκείνο τον ωραίο,
αυτόν που κάποτε ανεβαίναμε παρέα
κι όλο κάτι θα χρωστούν τα όνειρά μας,
που ακόμη ζουν να μην υψώσουν,
πάνινη, λευκή σημαία...
ΟΤΑΝ ΤΡΕΧΕΙ Η ΨΥΧΗ
Δε χρειάζονται τα λόγια όταν τρέχει η ψυχή...
Σπάει τείχη, χωροχρόνους κι αναπνέει στη σιωπή...
Με στιγμές μετράει τα χρόνια και χωρίς ανταμοιβή.
Το γνωρίζουν όσοι αγγίξαν,
στον καθρέφτη τους ρωγμή...
Ο ΚΑΘΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αν δεν σκύψεις πάνω από τον ματωμένο,
αν δεν σκουπίσεις το αίμα του με τα χέρια σου,
ποτέ δε θα "δεις" το πρόσωπό του...
Για να σκύψεις, πρέπει να είσαι "εκεί".
Για να "δεις" όμως το πρόσωπό του,
χρειάζεται περίσσια λεβεντιά...
Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ
Έσφιγγε στα χείλη του μια κρυφή κουβέντα,
για να ξορκίσει ολότελα τα "εύθρυπτα πληγέντα"...
Εκείνα που συγχώρησε των χρόνων η αφή,
τον έκαναν ανθρώπινο, σεμνό και ευγενή...
ΜΙΑ ΦΑΝΕΡΗ ΚΡΥΜΜΕΝΗ
Μόνο όρθια στάθηκε εκείνη η στιγμή.
Πολύ μακριά απ’ τις συνήθεις και πολλές...
Αγέρωχη, απροσδόκητη, χωρίς ρηχούς κριτές.
Μια φανερή κρυμμένη...
Και όσοι την ψηλάφισαν, δεν πιάσαν διαφορές...
ΚΟΝΤΑ ΤΟΥΣ
Για κείνους που δεν ύψωσαν τείχη νοερά,
την πίστη τους δεν άφησαν βορά στη λησμονιά,
μικροί θα ‘ναι οι χειμώνες τους
κι Αυτή πάντα κοντά...
ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ "ΕΦΥΓΕ"...
Μόνος ήσουν, παλεύοντας μόνος...
Βιτρίνες γύρω σου πολλές και φώτα,
μα ο ίδιος πάντα πόνος...
Κι έγινε κείνη η μοναχική πορεία,
ένας κόμπος, της ζωής σου ελεγεία...
Η ΕΥΧΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Το χώμα εκείνο το ποτισμένο,
με αίμα και δάκρυα γενεών...
Από τον πόλεμο καμένο,
στάχτη και βλέμμα των νεκρών...
Ευχή γλυκιά, ζεστή, δική τους:
να γίνει άνοιξη μια μέρα,
γη παιδιών και γιασεμιών...
ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΥΜΑ ΒΙΑΣ
Έρρεε στο βλέμμα της μιας θάλασσας πληγή...
"Αλμύρα" που τη βύζαξε κρυφά πολύ μικρή...
Κι ούτε μια λέξη δε βρήκε να μου πει.
Μαρμάρινο καράβι έπλεε στη σιγή...
Ο ΑΙΜΑΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΣ
Καίγεται από φωτιά πολέμου,
χρόνια ανήλια η ψυχή τους...
Ο δρόμος της ζωής εκεί, μ’ ερείπια σπαρμένος...
Κι ο ήλιος της αιμάτινος, στα σύρματα μπλεγμένος...
ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
Άνοιξε δυο χάρτινες φτερούγες με το νου του...
Εκεί που ήταν δεν μπορούσε να πετάξει.
Με τα χρώματά του ξασπρισμένα όλα,
ξύπνησε τις μνήμες του για να μπορεί να "βάψει"...
Θυμήθηκε ιστορίες της νιότης σμιλευμένες,
με δάκρυα και μόχθο, μ’ επαίνους τιμημένες...
ΤΑ ΡΟΖΙΑΣΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ
Δε γνώρισε τιμές, μονάχα τη φωτιά,
σε δύσκολους καιρούς, χωρίς μια ξαστεριά...
Ζούσε μοναχικά και πάντα σιωπηλά,
σαν τα αγέρωχα, ψηλά, τραχιά βουνά...
Έσκαβε και πότιζε χώματα ιερά...
Μα έκρυβαν όλης της γης τ’ αστέρια,
εκείνα τα ζεστά, τα ροζιασμένα χέρια...
ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΛΗΓΗ
Από την πίκρα του πολέμου
και τη ματωμένη γη, νιώθει ανοιχτή πληγή...
Δεν μπορεί να καταλάβει,
γιατί όλη η ζωή της,
στάζει ξενιτιάς βροχή...
ΟΙ ΘΑΜΜΕΝΟΙ ΜΑΗΔΕΣ
Πόσους Μάηδες ακόμη θα θάψουν εκείνα τα παιδιά;
Μες τα χαλάσματα, σε κατακόμβες του θανάτου,
να γυρεύουν ορφανά, λίγη μόνο ξαστεριά...
Κι "εκείνοι" μ’ ευχολόγια,
αμετανόητοι, απόντες,
να βλέπουν από μακριά...
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Σαν το εύθραυστο, ξερό φύλλο,
που το σηκώνει ο αγέρας και το πηγαίνει...
Δεν έχει άλλη δύναμη να κάνει βήμα,
να νιώσει αν ο ήλιος φεύγει, μένει...
Θέλει να μιλήσει μα φωνή δε βγαίνει...
Κι από την πέτρινη πόρτα της μάχης,
σαν πουλί μικρό, αλαφιασμένο,
η ελπίδα μπαινοβγαίνει...
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
Μια κάτισχνη μορφή,
στο πεζοδρόμιο γερμένη,
δεν έχει πια να περιμένει...
Κάθε του μισεμένη, κέρινη αρχή,
λογχίζει με πίκρα την ψυχή...
Της ζωής του η ελπίδα,
έγινε θηλιά, λεπίδα...
ΤΟ ΑΦΑΝΕΣ (ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ)
Ό,τι φαίνεται, πολλές φορές δεν είναι...
Αυτό που τρέχει αφανές, αν το πιάσεις, μείνε.
Τα ίδια ωραία λόγια, αχλύος ευχολόγια...
Κουράζουν όλα αυτά...
Μιλώ λοιπόν κι εγώ, γι’ "ανώγια και κατώγια"...
ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ
Τυφλή και οπλισμένη,
πάντοτε βούρκωνε η ελπίδα...
Απάγκειο ειρήνης γύρευε,
μα αίμα το πλημμύριζαν...
Κι εκείνος ο ολόλευκος ο κρίνος,
στο πήλινο, μικρό γλαστράκι,
που ρίγησε για μια αχτίδα...
Με αίμα τον έβαψαν κι αυτόν.
Βορά στην "καταιγίδα"...
ΤΑ ΓΙΑΣΕΜΙΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Ευώδιαζαν τα γιασεμιά ειρήνης,
που ο ήλιος έλουζε χρυσός...
Άνθιζαν κι άνθιζαν κι οι κάννες,
των όπλων ο πικρός καιρός...
Έπεσε ξάφνου μαύρη ομίχλη,
κι ο ήλιος τους, θρήνος βουβός...
Αίμα τα χρόνια, αίμα ποτάμι,
βόμβες τα κέρναγε ο εχθρός...
Κάθε πρωί κάποιος γνωστός τους,
στο δρόμο έπεφτε νεκρός...
Δύο παιδιά βάφουν τον τοίχο:
ρόδινο ήλιο ν’ ανατέλλει,
ειρήνης άγγελος, ζεστός...
Κατεβαίνει μυστικά,
με μύρα και με θυμιατά,
η «Αρχόντισσα» και τους κοιτά...
Ασημένια η θωριά της,
αλώβητη μες τον καιρό...
Πιάνουν το χέρι της ζεστό,
όσοι δεν πρόδωσαν ποτέ τους,
λίγη μνήμη, λίγη πίστη, λίγο χώμα ελληνικό...
Η ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Παράλληλες μα έρημες ροές,
πέτρωσαν για κάποια χρόνια...
Τις κέντησαν με αίμα και αχλύ,
της λήθης τα βελόνια...
Ανέβηκε κι η άνοιξη χειμώνα,
ανήφορους με χιόνια,
να σφίξει στην αγκάλη της,
χαμένα χελιδόνια...
ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Θα σε βρω στην ανηφόρα τ’ ουρανού σου,
εκεί που από μικρό παιδί γυρνούσες πάντα,
με όλα τα άνθη και τα λάθη της ζωής σου,
να ψιθυρίζουν μια γλυκόπικρη μπαλάντα.
Και σε βρίσκω πάλι στη σκαιά σιωπή σου,
ποιός σ’ έβαζε χρόνια να μετράς πλαστά ;
Τα λεπτά, τις ώρες, όλες τις στιγμές σου,
με ταμπέλες, τίτλους, δήθεν, τυπικά...
Θα σε βρω στον δρόμο εκείνο τον ωραίο,
αυτόν που κάποτε ανεβαίναμε παρέα
κι όλο κάτι θα χρωστούν τα όνειρά μας,
που ακόμη ζουν να μην υψώσουν,
πάνινη, λευκή σημαία...
ΟΤΑΝ ΤΡΕΧΕΙ Η ΨΥΧΗ
Δε χρειάζονται τα λόγια όταν τρέχει η ψυχή...
Σπάει τείχη, χωροχρόνους κι αναπνέει στη σιωπή...
Με στιγμές μετράει τα χρόνια και χωρίς ανταμοιβή.
Το γνωρίζουν όσοι αγγίξαν,
στον καθρέφτη τους ρωγμή...
Ο ΚΑΘΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αν δεν σκύψεις πάνω από τον ματωμένο,
αν δεν σκουπίσεις το αίμα του με τα χέρια σου,
ποτέ δε θα "δεις" το πρόσωπό του...
Για να σκύψεις, πρέπει να είσαι "εκεί".
Για να "δεις" όμως το πρόσωπό του,
χρειάζεται περίσσια λεβεντιά...
Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ
Έσφιγγε στα χείλη του μια κρυφή κουβέντα,
για να ξορκίσει ολότελα τα "εύθρυπτα πληγέντα"...
Εκείνα που συγχώρησε των χρόνων η αφή,
τον έκαναν ανθρώπινο, σεμνό και ευγενή...
ΜΙΑ ΦΑΝΕΡΗ ΚΡΥΜΜΕΝΗ
Μόνο όρθια στάθηκε εκείνη η στιγμή.
Πολύ μακριά απ’ τις συνήθεις και πολλές...
Αγέρωχη, απροσδόκητη, χωρίς ρηχούς κριτές.
Μια φανερή κρυμμένη...
Και όσοι την ψηλάφισαν, δεν πιάσαν διαφορές...
ΚΟΝΤΑ ΤΟΥΣ
Για κείνους που δεν ύψωσαν τείχη νοερά,
την πίστη τους δεν άφησαν βορά στη λησμονιά,
μικροί θα ‘ναι οι χειμώνες τους
κι Αυτή πάντα κοντά...
ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ "ΕΦΥΓΕ"...
Μόνος ήσουν, παλεύοντας μόνος...
Βιτρίνες γύρω σου πολλές και φώτα,
μα ο ίδιος πάντα πόνος...
Κι έγινε κείνη η μοναχική πορεία,
ένας κόμπος, της ζωής σου ελεγεία...
Η ΕΥΧΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Το χώμα εκείνο το ποτισμένο,
με αίμα και δάκρυα γενεών...
Από τον πόλεμο καμένο,
στάχτη και βλέμμα των νεκρών...
Ευχή γλυκιά, ζεστή, δική τους:
να γίνει άνοιξη μια μέρα,
γη παιδιών και γιασεμιών...
ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΥΜΑ ΒΙΑΣ
Έρρεε στο βλέμμα της μιας θάλασσας πληγή...
"Αλμύρα" που τη βύζαξε κρυφά πολύ μικρή...
Κι ούτε μια λέξη δε βρήκε να μου πει.
Μαρμάρινο καράβι έπλεε στη σιγή...
Ο ΑΙΜΑΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΣ
Καίγεται από φωτιά πολέμου,
χρόνια ανήλια η ψυχή τους...
Ο δρόμος της ζωής εκεί, μ’ ερείπια σπαρμένος...
Κι ο ήλιος της αιμάτινος, στα σύρματα μπλεγμένος...
ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
Άνοιξε δυο χάρτινες φτερούγες με το νου του...
Εκεί που ήταν δεν μπορούσε να πετάξει.
Με τα χρώματά του ξασπρισμένα όλα,
ξύπνησε τις μνήμες του για να μπορεί να "βάψει"...
Θυμήθηκε ιστορίες της νιότης σμιλευμένες,
με δάκρυα και μόχθο, μ’ επαίνους τιμημένες...
ΤΑ ΡΟΖΙΑΣΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ
Δε γνώρισε τιμές, μονάχα τη φωτιά,
σε δύσκολους καιρούς, χωρίς μια ξαστεριά...
Ζούσε μοναχικά και πάντα σιωπηλά,
σαν τα αγέρωχα, ψηλά, τραχιά βουνά...
Έσκαβε και πότιζε χώματα ιερά...
Μα έκρυβαν όλης της γης τ’ αστέρια,
εκείνα τα ζεστά, τα ροζιασμένα χέρια...
ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΛΗΓΗ
Από την πίκρα του πολέμου
και τη ματωμένη γη, νιώθει ανοιχτή πληγή...
Δεν μπορεί να καταλάβει,
γιατί όλη η ζωή της,
στάζει ξενιτιάς βροχή...
ΟΙ ΘΑΜΜΕΝΟΙ ΜΑΗΔΕΣ
Πόσους Μάηδες ακόμη θα θάψουν εκείνα τα παιδιά;
Μες τα χαλάσματα, σε κατακόμβες του θανάτου,
να γυρεύουν ορφανά, λίγη μόνο ξαστεριά...
Κι "εκείνοι" μ’ ευχολόγια,
αμετανόητοι, απόντες,
να βλέπουν από μακριά...
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Σαν το εύθραυστο, ξερό φύλλο,
που το σηκώνει ο αγέρας και το πηγαίνει...
Δεν έχει άλλη δύναμη να κάνει βήμα,
να νιώσει αν ο ήλιος φεύγει, μένει...
Θέλει να μιλήσει μα φωνή δε βγαίνει...
Κι από την πέτρινη πόρτα της μάχης,
σαν πουλί μικρό, αλαφιασμένο,
η ελπίδα μπαινοβγαίνει...
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
Μια κάτισχνη μορφή,
στο πεζοδρόμιο γερμένη,
δεν έχει πια να περιμένει...
Κάθε του μισεμένη, κέρινη αρχή,
λογχίζει με πίκρα την ψυχή...
Της ζωής του η ελπίδα,
έγινε θηλιά, λεπίδα...
ΤΟ ΑΦΑΝΕΣ (ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ)
Ό,τι φαίνεται, πολλές φορές δεν είναι...
Αυτό που τρέχει αφανές, αν το πιάσεις, μείνε.
Τα ίδια ωραία λόγια, αχλύος ευχολόγια...
Κουράζουν όλα αυτά...
Μιλώ λοιπόν κι εγώ, γι’ "ανώγια και κατώγια"...
ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ
Τυφλή και οπλισμένη,
πάντοτε βούρκωνε η ελπίδα...
Απάγκειο ειρήνης γύρευε,
μα αίμα το πλημμύριζαν...
Κι εκείνος ο ολόλευκος ο κρίνος,
στο πήλινο, μικρό γλαστράκι,
που ρίγησε για μια αχτίδα...
Με αίμα τον έβαψαν κι αυτόν.
Βορά στην "καταιγίδα"...
ΤΑ ΓΙΑΣΕΜΙΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Ευώδιαζαν τα γιασεμιά ειρήνης,
που ο ήλιος έλουζε χρυσός...
Άνθιζαν κι άνθιζαν κι οι κάννες,
των όπλων ο πικρός καιρός...
Έπεσε ξάφνου μαύρη ομίχλη,
κι ο ήλιος τους, θρήνος βουβός...
Αίμα τα χρόνια, αίμα ποτάμι,
βόμβες τα κέρναγε ο εχθρός...
Κάθε πρωί κάποιος γνωστός τους,
στο δρόμο έπεφτε νεκρός...
Δύο παιδιά βάφουν τον τοίχο:
ρόδινο ήλιο ν’ ανατέλλει,
ειρήνης άγγελος, ζεστός...