Πρώτο Μέρος
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Σ’ ένα κατώφλι απλό στέκει όρθια η ιστορία,
οι μνηστήρες της πολλοί, δράκοι κι άγρια θηρία.
Περιμένουν λιμασμένοι μία μόνο της ματιά
και τον ήλιο λένε φίλο, να μη φαίνεται η προβιά.
Μα στον ‘θρόνο’ όταν κάτσει, ούτε που θα τους κοιτάξει.
Κι ό,τι σκύλεψαν εκείνοι, στη ροή της θα χαράξει.
Και θα λέει τραγουδώντας στις επόμενες γενιές,
να βρεθούνε ενωμένες όταν θα ’ρθουν οι φωτιές…
ΚΡΑΥΓΗ
Στέκουν οι μέρες σαν αμίλητα παιδιά,
που κρύβονται και βγαίνουν πάλι πίσω από τη λησμονιά.
Κι εσύ ζωσμένος μια σπασμένη ελπίδα,
σαν απόλυτη σιωπή, λίγο πριν την καταιγίδα…
Φωτίζει πάλι το αραχνιασμένο σου μπαλκόνι,
της ζωής παραιτημένο, όλο ξενιτιά και σκόνη.
Κι εσύ ζωσμένος μια κρυφή ελπίδα,
γίνεσαι τώρα κραυγή, λίγο πριν την καταιγίδα…
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Έσταζε ήλιο και βροχή εκείνη η ματιά
και όταν την αντάμωνα έκρυβε ξενιτιά.
Σε πρόσωπο σκαμμένο, ήρεμο, γλυκό,
που χάραμα δε γνώρισε, μονάχα τον διωγμό.
Ώρες μου μιλούσε για μέρη μακρινά,
εκεί που χάνονται άνθρωποι και κλαίνε τα παιδιά.
Λαχτάρησε ειρήνη κι αυλές γεμάτες φως
κι ευχήθηκε λουλούδια να γίνει ο εχθρός…
ΧΩΡΙΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΗ) ΑΙΔΩ
Από όσα κουβαλούν, τίποτα δε θα δεις.
Χαμόγελα νεφέλης κι ο ήλιος καταγής…
Από όσα κουβαλούν, τίποτα δε ζεις.
Θόλωσε κι ο καθρέφτης, εκείνος της ντροπής…
ΤΟ ΘΑΜΠΟΣ
Μην ελπίζεις ποτέ να δροσιστείς,
στον ίσκιο των ‘μεγάλων’ που πάντοτε παιδεύουν.
Κάτι από το φως τους όλο θα λιγοστεύει,
γι’ αυτό από το θάμπος, πολύ νωρίς σκληραίνουν…
ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ
Αυτές θα στέκουν πάντα εκεί,
αιώνιες, μεγάλες.
Γι’ αυτές θα ψάχνεις, θα ρωτάς,
μα δε θα βρίσκεις άλλες…
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ
Ποιός έβαψε γκρίζα κείνα τα ρόδινα άνθη,
που χάιδευε ο αγέρας στον αγρό και γέρναν ευτυχισμένα…
Αιμάτινη τα έντυσε σιωπή και ενοχή,
τους άπλωνα το χέρι μου κι έφευγαν φοβισμένα…
Πάντοτε στον πόλεμο τη νίκη έχει η ειρήνη.
Κι απ’ τους εχθρούς τους ηττημένους, κανένας δε θα μείνει.
Τίποτα δεν κατάφερε να πάρει ο εχθρός τους.
Στέκουν και πάλι ρόδινα, στον όμορφο αγρό τους…
ΤΟ ΣΚΟΡΠΙΣΜΑ...
Θα σκορπίσουν όλοι,
σαν πουλιά βρεγμένα…
Και θα χάσουν αίφνης,
όλα τους τα ‘κερδισμένα’…
Στο μέρος αυτό που ζήλεψαν,
-χωρίς να το γνωρίζουν-
πως τ’ άνθη που ’κοψαν εφήμερα,
αιώνια θ’ ανθίζουν…
ΧΩΜΑ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ
Τί να πεις χώμα μου γλυκό,
με τόσα που έζησες και ζεις…
Ρυτιδώνει το βλέμμα της η μνήμη
και βαθαίνει η πληγή της σιωπής…
Καμιά σιωπή δε μένει πάντοτε σιωπή.
Και σαν σημαία ιερή, πολύ ψηλά θα υψωθεί.
Όταν έρθει η ώρα, χώμα μου γλυκό,
που ’χεις δόξα και τιμή σου γαλανόλευκο σταυρό…
ΣΕ ΤΕΛΜΑ…
Σε βλέπω να μην προχωράς…
Χωρίς αφετηρία.
Σαν τον στρατιώτη που φορά,
διάτρητη πανοπλία...
Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥΣ
Και πού να ψάξουν να τη βρουν;
Εκεί που είσαι, κάτσε μέτρα.
Δέκα φωτιές σ’ εφτά χειμώνες
και μία άνοιξη σα πέτρα.
Κι όταν τη βρουν, δεν θα στο πουν.
Πρώτη φορά χωρίς τα λόγια.
Γιατί η άνοιξη δεν ζει,
φυλακισμένη και χλωμή, σ’ ανήλια υπόγεια…
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
Και για σένα και για μένα,
για τα μύρια και το ένα,
όλα πια σχεδιασμένα.
Μα καθόλου τελειωμένα…
Σ’ ένα κατώφλι απλό στέκει όρθια η ιστορία,
οι μνηστήρες της πολλοί, δράκοι κι άγρια θηρία.
Περιμένουν λιμασμένοι μία μόνο της ματιά
και τον ήλιο λένε φίλο, να μη φαίνεται η προβιά.
Μα στον ‘θρόνο’ όταν κάτσει, ούτε που θα τους κοιτάξει.
Κι ό,τι σκύλεψαν εκείνοι, στη ροή της θα χαράξει.
Και θα λέει τραγουδώντας στις επόμενες γενιές,
να βρεθούνε ενωμένες όταν θα ’ρθουν οι φωτιές…
ΚΡΑΥΓΗ
Στέκουν οι μέρες σαν αμίλητα παιδιά,
που κρύβονται και βγαίνουν πάλι πίσω από τη λησμονιά.
Κι εσύ ζωσμένος μια σπασμένη ελπίδα,
σαν απόλυτη σιωπή, λίγο πριν την καταιγίδα…
Φωτίζει πάλι το αραχνιασμένο σου μπαλκόνι,
της ζωής παραιτημένο, όλο ξενιτιά και σκόνη.
Κι εσύ ζωσμένος μια κρυφή ελπίδα,
γίνεσαι τώρα κραυγή, λίγο πριν την καταιγίδα…
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Έσταζε ήλιο και βροχή εκείνη η ματιά
και όταν την αντάμωνα έκρυβε ξενιτιά.
Σε πρόσωπο σκαμμένο, ήρεμο, γλυκό,
που χάραμα δε γνώρισε, μονάχα τον διωγμό.
Ώρες μου μιλούσε για μέρη μακρινά,
εκεί που χάνονται άνθρωποι και κλαίνε τα παιδιά.
Λαχτάρησε ειρήνη κι αυλές γεμάτες φως
κι ευχήθηκε λουλούδια να γίνει ο εχθρός…
ΧΩΡΙΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΗ) ΑΙΔΩ
Από όσα κουβαλούν, τίποτα δε θα δεις.
Χαμόγελα νεφέλης κι ο ήλιος καταγής…
Από όσα κουβαλούν, τίποτα δε ζεις.
Θόλωσε κι ο καθρέφτης, εκείνος της ντροπής…
ΤΟ ΘΑΜΠΟΣ
Μην ελπίζεις ποτέ να δροσιστείς,
στον ίσκιο των ‘μεγάλων’ που πάντοτε παιδεύουν.
Κάτι από το φως τους όλο θα λιγοστεύει,
γι’ αυτό από το θάμπος, πολύ νωρίς σκληραίνουν…
ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ
Αυτές θα στέκουν πάντα εκεί,
αιώνιες, μεγάλες.
Γι’ αυτές θα ψάχνεις, θα ρωτάς,
μα δε θα βρίσκεις άλλες…
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ
Ποιός έβαψε γκρίζα κείνα τα ρόδινα άνθη,
που χάιδευε ο αγέρας στον αγρό και γέρναν ευτυχισμένα…
Αιμάτινη τα έντυσε σιωπή και ενοχή,
τους άπλωνα το χέρι μου κι έφευγαν φοβισμένα…
Πάντοτε στον πόλεμο τη νίκη έχει η ειρήνη.
Κι απ’ τους εχθρούς τους ηττημένους, κανένας δε θα μείνει.
Τίποτα δεν κατάφερε να πάρει ο εχθρός τους.
Στέκουν και πάλι ρόδινα, στον όμορφο αγρό τους…
ΤΟ ΣΚΟΡΠΙΣΜΑ...
Θα σκορπίσουν όλοι,
σαν πουλιά βρεγμένα…
Και θα χάσουν αίφνης,
όλα τους τα ‘κερδισμένα’…
Στο μέρος αυτό που ζήλεψαν,
-χωρίς να το γνωρίζουν-
πως τ’ άνθη που ’κοψαν εφήμερα,
αιώνια θ’ ανθίζουν…
ΧΩΜΑ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ
Τί να πεις χώμα μου γλυκό,
με τόσα που έζησες και ζεις…
Ρυτιδώνει το βλέμμα της η μνήμη
και βαθαίνει η πληγή της σιωπής…
Καμιά σιωπή δε μένει πάντοτε σιωπή.
Και σαν σημαία ιερή, πολύ ψηλά θα υψωθεί.
Όταν έρθει η ώρα, χώμα μου γλυκό,
που ’χεις δόξα και τιμή σου γαλανόλευκο σταυρό…
ΣΕ ΤΕΛΜΑ…
Σε βλέπω να μην προχωράς…
Χωρίς αφετηρία.
Σαν τον στρατιώτη που φορά,
διάτρητη πανοπλία...
Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥΣ
Και πού να ψάξουν να τη βρουν;
Εκεί που είσαι, κάτσε μέτρα.
Δέκα φωτιές σ’ εφτά χειμώνες
και μία άνοιξη σα πέτρα.
Κι όταν τη βρουν, δεν θα στο πουν.
Πρώτη φορά χωρίς τα λόγια.
Γιατί η άνοιξη δεν ζει,
φυλακισμένη και χλωμή, σ’ ανήλια υπόγεια…
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
Και για σένα και για μένα,
για τα μύρια και το ένα,
όλα πια σχεδιασμένα.
Μα καθόλου τελειωμένα…