ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΑΝΘΗ ΓΑΖΙΑΣ

Πρώτο Μέρος


ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Κράτα σφιχτά τις αχτίδες εκείνες,
και μη μου φοβάσαι χλωμούς ουρανούς,
εκεί που ανήκεις πάντα θα είσαι,
τα λόγια του αγέρα πάλι ν ακούς.

Κι όταν γυρίσουν και κάτσουν κοντά σου,
τα πρόσωπά τους θ αγγίξεις ξανά,
κι όλα τα ξένα θα γίνουν δικά σου,
με σύνορα ανύπαρκτα και χέρια ζεστά...


ΤΑ ΑΧΤΙΣΤΑ

Εκείνα τα πρώτα, τα άχτιστα,
με τα φώτα όλα αναμμένα,
αλώβητα στο πέρασμα του χρόνου,
άφησαν τα ξένα να είναι πάντα ξένα.

Ελεύθερα αγγίζουν το πρόσωπό σου,
χωρίς φρουρούς, των χρόνων φυλακές,
χωρίς τα σιδερένια τους κλειδιά
και τους κομπάρσους να μοιράζουνε ευχές…


ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Ξεμάκραιναν χωρίς κουβέντα δύο φιγούρες βιαστικές,
μέσα στο πλήθος που θυμόταν παλιές του πίκρες και γιορτές.
Η μία ήλιος πυρωμένος σαν οπτασία απ τα παλιά
κι η άλλη αγέρας παγωμένος που δε γνωρίζει το χιονιά.
Ήρθαν και χύθηκαν παρέα,σε δρόμους, σπίτια και αυλές
κι από τις πέτρες βγήκαν άνθη κι από τους άλαλους φωνές…


ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Τα κάστρα σου θα τα γκρεμίσω όλα.
Τίποτα ανοίκειο να μη μείνει.
Σαν ήλιος που δεν ξέρει χωροχρόνο
και ίδιο φως παντοτινά θα χύνει.

Τα κάστρα σου θα τα γκρεμίσω όλα.
Θυμάσαι τότε πώς ήμασταν παλιά ;
χωρίς τους ρόλους και άθλιες παραστάσεις,
με μόνα όπλα ροδιές και γιασεμιά…


ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ


Είχε λουσμένους φως λευκούς ιάσμους,
στεφάνι πικρό που το φορούσε,
των χρόνων δίκαζε τα έργα,
μα σαν παιδί τα συγχωρούσε.

Είχε λουσμένους φως λευκούς ιάσμους,
στεφάνι λευκό που το φορούσε,
των χρόνων δίκασε τα έργα,
να μην τα δει, αλλού κοιτούσε…


ΦΩΝΗ ΚΑΙΡΟΥ

Αυτοεξόριστα λόγια οδεύουν σε σιγή,
χάνονται μες τη λήθη, κίβδηλα, κατηφή.
Bγαίνει φωνή καιρού απ το γερμένο σώμα
κι ανθίζουν γιασεμιά στο κουρασμένο χώμα…


ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Αθάνατη μορφή, χλωμή, κοιτάς από ψηλά,
άυλα υφαίνεις του ανέμου τα φτερά.
Μοιάζεις χαμόγελο πικρό, σε πρόσωπο πληγή,
φωνή σου η ψυχή του βιάζει τη σιωπή.

Ρέουν στο αίμα πικρά, χρόνια ξεχασμένα,
όσα του κέρασαν κρυφά, όλα προδομένα.
Στο βλέμμα μόνο ολόφωτες της νίκης οι γιορτές,
αρνήθηκαν να ηττηθούν σε μνήμες αλγεινές.

Δεν έζησες σε λήθαργο, σε δύση σκυθρωπή.
Ο ήλιος και ο ίσκιος σου αιώνιοι αρχηγοί,
που έσβηνε στο γέλιο τους το ψέμα  ο εχθρός,
το έρεβός σου αθέλητα, θα μένει πάντα φως.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ


Ατένιζαν πικρή ομίχλη, τα μάτια έβλεπαν τυφλά,
σ όσα σου έγραφαν εκείνοι στα γράμματά τους τα παλιά.
Πνιγμένα σκόνη σε συρτάρια που άνοιγαν μόνο μια φορά,
όταν πλησίαζε η ώρα να τους ζητήσεις δανεικά.
Σκίζεις το γράμμα, δε διαβάζεις, γύρω η αλήθεια πνίγει, τρομάζεις.
δε βλέπει ο ρόλος πια μπροστά, ελεύθερος αιχμάλωτος κρυφά και φανερά…


ΣΚΟΥΡΙΑ

Ορκιζόταν ότι βλέπει
ήλιου φως και ουρανό.
Μα το βλέμμα χαμηλό.
μια σημαία αργοπεθαίνει,
κυματίζει μαρασμό.

Ορκιζόταν ότι νιώθει.
Δε γυρίζει τη ματιά.
Μα το βλέμμα χαμηλά.
Μία ρωγμή μες τον καθρέφτη,
την αλήθεια ξεγελά.

Μένει τώρα να θυμάται,
άνευρος, κατηφής,
απ το χρυσό μπαλκόνι του,
που σκούριασε νωρίς…


ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Πίσω από ένα τζάμι θολό,
μοιάζει ολόκληρο μα μένει μισό,
το έργο που διάλεξες χωρίς θεατές,
χρωστάει στο σήμερα, πληρώνει το χθες.
Άδεια η βιτρίνα κι η μνήμη γυαλί
ποτάμι σου η άρνηση, χωρίς επιστροφή…


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Σιωπηλά και ήρεμα,
έριχνες το βλέμμα,
σε ήλιους άλλων χρόνων,
που σκούριαζαν το στέμμα.

Στεφάνωναν το πρόσωπό σου,
όλα τα άνθη λευτεριάς
κι άνθιζαν στο χαμόγελό σου
που δεν το άγγιζε ο χιονιάς.

Μία θάλασσα απλωνόταν,
κάτω, πιο πέρα, μακριά…
και στο γαλάζιο βλέμμα σου,
αντάμωναν λευκά πανιά…


Η ΒΙΤΡΙΝΑ

Παίρνω μπογιά και ζωγραφίζω,
με άσπρο χρώμα μια φυλακή,
εκείνη που έφτιαξαν εγώ τη γκρεμίζω,
χαμόγελα ντύνω ζεστά την ψυχή.

Βιτρίνα που έστεκες αγέρωχα, ψεύτρα,
γεμάτη στολίδια για χρόνια πολλά.
Σπασμένη σε βλέπω χωρίς να δακρύζω,
χαμένη σε νιώθω και γύρω γυαλιά…


ΤΑ ΚΡΙΝΑ


Τραγούδια χύθηκαν στους δρόμους,
που άφησες έρημους εσύ,
τα κρίνα εκείνα τα βρεγμένα,
και δεν περίμεναν στιγμή.

Πίσω ο χρόνος πια δε γυρίζει,
κάθε τους βήμα ίδιο η ζωή.
Tο γκρίζο παλάτι σου τώρα γκρεμίζουν
και φτιάχνουν αυλές με λουλούδια μαζί.


Η ΓΙΟΡΤΗ

Κρεμόταν ένα γέλιο,
σε πρόσωπο σκαμμένο,
γύρευε την αλήθεια,
σε γρίφο πια λυμένο.

Κανείς δεν το νοιαζόταν,
του χάριζαν σιωπή,
ρωτούσε πάντα λίγα,
χωρίς πολλά γιατί.

Κι όταν ξαναθυμόταν
το γέλιο, τη χαρά του,
το διέταζαν τη λήθη
να έχει συντροφιά του.

Ώσπου μια μέρα γύρισε
το βλέμμα του στον ήλιο
και ξαναβρήκε τη γιορτή,
παλιό, πιστό του φίλο…


ΚΙ ΑΣ ΞΕΧΝΑΣ…

Ένα παράθυρο κλειστό,
που χρόνια δεν ανοίγει,
εσύ το βλέπεις ανοιχτό,
κι η προθεσμία λήγει.

Γέλια, φωνές, ελπίδες άσπρες,
ζουμπούλια και λουλουδιασμένες γλάστρες,
πες μου αλήθεια τι κοιτάς,
αφού παράθυρο κλειστό,
έμενε πάντα κι ας ξεχνάς…


Η ΝΙΚΗ


Να επιστρέψει ειν αργά.
Σε έρημο βαδίζει.
Κραυγή που τη σιωπή σκορπά,
πολεμιστή θυμίζει.

Αγώνας άνισος, σκληρός,
με νίκη θα τελειώσει.
Ποτέ της δε φοβήθηκε,
δεν έχει μετανιώσει.

Αυτά που της ανήκουνε,
τα πήρε πίσω πάλι.
Η νίκη τώρα της γελά,
περίλαμπρη, μεγάλη…


ΑΜΙΛΗΤΟΣ…

Ήρθε μια νύχτα και πήρε τον ήλιο,
εκείνη η φιγούρα δεν βάζει φτερά.
Διατάζει, μιλάει χωρίς τη φωνή σου,
και συ την κοιτάζεις με μάτια θολά.

Τζάμι βιτρίνας σωπαίνουν τα χρόνια.
Κανείς δεν τραβάει κουρτίνες παλιές.
Δράκοι και μύθοι, χλωμοί βασιλιάδες,
χλευάζουν το γέλιο που άστραφτε χθες.

Πώς τη μπορείς τόση σιωπή;
παγώνεις το φως μου με τόση σκιά.
Αμίλητος στέκεις, αργά προχωράς,
κι αγγίζεις το τζάμι χωρίς μια γροθιά…


ΑΓΩΝΑΣ

Λευκά πρωινά που αστράφτατε ήλιο,
χρυσίζατε γέλια σε αυλές γιορτινές,
κι όλοι οι χειμώνες κοντά σας λυγίζαν,
λιώνατε πάγους με αχτίδες ζεστές.

Παιδιά ανθισμένα που τρέχαν γελώντας,
στο φως σας μεθούσαν με σύνθημα ένα .
Καμιά φυλακή δεν αντέχει στο χρόνο,
αγώνας για κείνους που έχυσαν αίμα.


ΦΙΓΟΥΡΑ ΑΙΩΝΙΑ

Μορφή που έδυσες σε όλβιο φως,
το βλέμμα σου άδηλο, θαμπός ουρανός.
Δικάζεται άυλο σε όρκους πικρούς,
γυρεύει αλήθειες σε λόγους νεκρούς.

Δακρύζεις, σωπαίνεις φιγούρα αιώνια,
θλιμμένη γυρνάς σ εφήμερα χρόνια.
Χαμόγελο βρίσκεις για όσους τολμούν,
να βρουν τη φωνή τους, τα λάθη να δουν.


ΧΑΡΤΙΝΟΙ ΗΛΙΟΙ


Ότι θυμάμαι απ τις μέρες εκείνες,
που σου χανε ταξει ήλιους χρυσούς,
έγινε φως και αγέρας και μνήμη
και χάραξαν ρότα γι άλλους καιρούς.

Τους ήλιους σου τους χάρτινους,
έπαψες πια ν αναζητάς.
κι εγώ κοντά σου και μακριά,
μετά από πολύ καιρό
σε είδα πάλι να γελάς…


ΗΧΩ ΣΙΩΠΗΣ …

Λευκό κοιτούσα κάποτε ανέσπερο το φως της,
άστραφτε κάθε μεσημέρι αγέραστη ζωή,
αντίκρυ απ τη δική μου, δεν έμαθα από αυτήν
να γίνομαι χειμώνας σε μαραμένη αυλή.
Τα λόγια σου θυμόμουν, μα άλλο πια μη μου μιλάς,
έγιναν φωνές οι μέρες κι εσύ ηχώς τους να σιωπάς…


ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ


Γυρίζει και κοιτά,
μακριά του και κοντά,
το φως μέσα στη νύχτα,
που άπλετο ξαγρυπνά.

Και δε φοβάται,
τα λόγια που βροχή,
δε βλάστησαν σαν παραμύθια
κι εκείνη τη φωνή σιωπής,
να μην του λέει πια αλήθεια…


ΕΡΗΜΩΜΕΝΟΙ ΘΡΟΝΟΙ

Όσα απέμειναν απ τη νεκρή σκηνή,
τα σκόρπισε η λήθη μακριά κάποιο πρωί.
Χωρίς να καταλάβεις, χωρίς να σου το πουν,
μπροστά σου ξεμακραίνουν, σου γνέφουν πριν χαθούν.
Μια φράση ψιθυρίζουν, αέναη στους χρόνους,
που πέρασαν κι αντίκρισαν ερημωμένους θρόνους…


ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΕΡΑ


Δεν ήταν απ τα χρόνια εκείνα
που χε ανθίσει μια ροδιά,
κι άλικα σου χε αφήσει άνθη,
για να της πλέξεις τα μαλλιά.

Γίνανε χρόνια του αγέρα,
της προσμονής σου πορφυρά,
με μια αφή χλωμή δική σου,
ν αγγίζει κόντρα στο βοριά.


ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ

Χώρεσαν σύννεφα σε κείνο το γαλάζιο.
Στάλαξαν γκρίζο σε κείνη την πηγή.
Κανένας άθλος πια δε σε εμπνέει,
χαράζει τη σκέψη σου πάλι ένα γυαλί…

Μα μη φοβάσαι εσύ πολιορκητές.

Όλα τα τείχη τους θα πέσουν,
ανίσχυρα, σε μια στιγμή.
Κι η άνοιξη θα ναι του Απρίλη,
των νιάτων σου ανταμοιβή…

Δεύτερο Μέρος


ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΜΕΡΕΣ

Αλκυονίδες μέρες σ αδιέξοδο βαδίζουν σιωπηλά,
χαμόγελα ανοιξιάτικα που πάγωσαν σε χείλη σφαλιστά,
η μνήμη τρέχει σαν παιδί, γίνεται φως,
ευτυχισμένος τριγυρνούσες στη ζωή, ήσουν αλλιώς.

Ήρθαν μετά φιγούρες ξένες να σε βρουν,
ψεύτικα λόγια, υποσχέσεις, τι περίμενες να πουν;
φωνή σου πάντα μια απέραντη σιωπή,
την πόρτα άνοιξες διάπλατα να μπουν.

Αλκυονίδες μέρες μια ελπίδα βρήκανε δειλά,
χαμόγελα ανοιξιάτικα που άνθισαν σε χείλη δροσερά,
η μνήμη λούζεται παιδί μέσα στο φως,
κι εσύ ευτυχισμένος στη ζωή, είσαι αλλιώς…


ΜΟΝΟΙ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

Έχυνε ο ήλιος λίγες αχτίδες,
στην ίδια γωνιά σου ολόκληρη η γη,
εκεί που λιώναν των χρόνων οι πάγοι
και σμίγαμε μόνοι και όλοι μαζί.

Πώς να σβηστεί μία άνοιξη αιώνια ;
εκείνα τα βλέμματα που αντίκριζα εγώ,
τί να μου πουν, να μου πάρουν τα χρόνια,
εκείνα μου χάρισαν το δάκρυ γλυκό…


ΜΑΤΙΑ ΨΥΧΗΣ


Ξέβαψαν κάποια τριαντάφυλλα στο βάζο.
Πάνε πολλά χρόνια τώρα.
Μα πάντα κόκκινα και ζωντανά τα βλέπω,
να μην μετρούν την ώρα.
Ο χωροχρόνος  μάταιος όταν αντικρίζουν,
τα μάτια της ψυχής που κι άβυσσο ορίζουν…


ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Καθένας έχει τον δικό του τρόπο να βλέπει στον καθρέφτη
και το κρυφό του το παράθυρο να κλείνει όταν νιώθει.
Εδώ η ζωή σου αλλάζει τόσες φορεσιές
κι εσύ ρωτάς γιατί τα ναι μου όλα γίναν όχι.

Κι όταν μπορέσει το παράθυρο θ ανοίξει
-από μόνος-
χωρίς κουβέντες, γέλια ξένων και γιορτές.
Γιατί η ζωή για κάθε έναν χρωματίζει,
δικούς της πίνακες και κόσμους κι αντοχές…


ΣΤΙΓΜΕΣ…

Σκόρπισε ο χρόνος τη φωνή σου,
δε βρίσκει το δρόμο η ίσια στροφή,
μη με ρωτάς γιατί δεν ορίζεις,
απ τη ζωή σου ούτε στιγμή.

Θυμάμαι το γέλιο γλυκά να φωτίζει,
κι εσένα ν αγγίζεις λευκές μυγδαλιές,
κρυφά σου ταξίδια που έγιναν ήλιοι
και ζέσταναν πάλι δικές σου στιγμές…


ΟΡΑΜΑΤΑ ΝΕΚΡΑ


Άργησες να γυρίσεις κι απέραντη ερημιά,
πάγωσε τα χαμόγελα, θύμισε τα παλιά.
Μόνιμη απουσία σου έβαλε η ζωή,
αφού μακριά πορεύτηκες απ τη δική σου γη.

Άργησες να γυρίσεις κι απέραντη ερημιά,
απλώθηκε και στοίχειωσε οράματα νεκρά....
Γέμισε τότε η ματιά σου φεγγάρι αιμάτινο φωτιάς
κι έσχιζε τους ουρανούς να βρει παλάτια λησμονιάς…


Η ΑΝΟΙΞΗ

Εκείνη που άνθισε στο χρόνο μια φορά,
για σένα και για μένα όσα είδα,
τα έζησα, τα ένιωσα βαθιά,
πως γύρω τόσοι, κι εμείς οι δύο μια πυξίδα.

Μια άνοιξή σου γέρνω και γελώ,
σε κείνο το ταξίδι που χαρίζεις,
και κάθε άνοιξή μου σου αφήνω,
εσύ να την τελειώνεις και ν αρχίζεις…


ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΚΡΙΝΟ…

Μόνος σου μιλάς πάλι με σιωπές,
κι έγειραν πάνω στην ψυχή αμέτρητες πληγές.
Ποιός ουρανός σε μάγεψε,
ποιό δειλινό πικρό κι έφυγε η φωνή σου ταξίδι μακρινό;

Μόνος σου γυρνάς σε έρημες γιορτές,
που γίναν δάκρυ, προσευχή κι ανθρώπινες φωνές.
Ποιός ουρανός σε μάγεψε ,ποιό δειλινό πικρό
κι έφυγε η φωνή σου ταξίδι μακρινό;


ΜΑΗΣ

Ορίζοντές μου φωτεινοί λευκή μου μνήμη,
που τρέχεις στο χρόνο και σμίγεις μ άλλους καιρούς,
γαλάζια, λευκά και άλικα μου φερες άνθη,
τα πλέκω στεφάνια του Μάη και τρέχω μες τους αγρούς.

Εκεί που χώμα γλυκό μου χάριζαν ίδιο,
λημέρι απάνεμο μακριά από δράκους κακούς,
στη χούφτα μου κλείνω τον Μάη και φεύγω,
μη χάσει νέο ήλιο να φέρει πίσω παλιούς…


Ο ΚΗΠΟΣ


Κοιτώ πίσω απ το τζάμι έναν κήπο,
εκείνον της παλιάς μου γειτονιάς,
να τον δροσίζω πάλι όπως τότε,
που μ άφηνε να τον ποτίσω μονομιάς.

Άσε με ν αγγίξω λίγο ήλιο,
άσε με να πιάσω λίγο φως,
βγάλε με για λίγο απ τη βροχή μου,
γίνε ο δικός μου ουρανός.


ΜΟΝΟΣ…

Ξανά ασήμωσες φτερά για να πετάξεις,
να βρεις χαμένες μουσικές, πινέλα για να βάψεις.
Όσα τους άφησες μισά, θλιμμένα μεσημέρια,
ζωγράφιζες με δάκρυα και γιασεμιά στα χέρια.

Κατέβαινες στις γειτονιές, πέτρινα σπίτια και φωνές
σου άφησε ο χρόνος.
χτύπησες πόρτες μα σιωπές, σε άφησαν χωρίς ψυχή,
να τριγυρίζεις μόνος…


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Άστραφταν τα μεσημέρια, αρμένιζαν λευκά πανιά,
στα όμορφα, παλιά λημέρια κι είχες τον ήλιο αγκαλιά.
Καμιά νεφέλη δε χρωστούσε να γίνει άτολμη βροχή,
μονάχα το δικό σου γέλιο που μενε άγγιχτη ζωή.

Ήρθαν μετά όλοι οι χειμώνες, μα εσύ μια άνοιξη χλωρή,
άνθιζες πάντα στον αγέρα,  για να τρομάζεις τη σιωπή.
Άνοιγε τότε μία πόρτα και ένας ήλιος χρυσαφής,
χυνόταν πύρινος μπροστά σου, μ ένα τραγούδι της βροχής…


ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Εκείνα τα χρόνια ήταν ζωή,
φωνή του ανέμου και χάδι γλυκό,
του δρόμου γαζία ευλογημένη,
που τ άνθη της έκοβα κάποτε εγώ.

Εκείνα τα χρόνια είναι ζωή.
Στο φως τους λούζονται μνήμες χλωρές,
σβήνει η δίψα τη λησμονιά της,
πίνοντας μόνη το σήμερα χθες.


ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΟΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ…


Ψιθύριζαν τα καλοκαίρια,
με χείλη άδολων παιδιών,
τραγούδια, όνειρα και γέλια,
δικών σου, άλλων εποχών.

Άνοιξη φύγαν, δε γυρίσαν.
Μείνανε άνθη λησμονιάς,
κίτρινα φύλλα, σκορπισμένα,
βροχή φθινόπωρου, χιονιάς.

Χθες πάλι βράδυ οι φωνές τους,
αδύναμες ήρθαν στη μνήμη.
Τις άφησε πικρές σιωπές,
του χρόνου το σκληρό αγρίμι.

Σήμερα μόνη, ανοιχτή,
μία βαθιά, γλυκιά πληγή.
Οι φίλοι οι περαστικοί,
που έγιναν απλοί γνωστοί…


Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κοίταζα χρόνια στον καθρέφτη,
το πρόσωπό σου το χλωμό,
να με ρωτά και ν απορεί,
γιατί δε βρήκε ουρανό.

Τί ν απαντήσω, πώς να αγγίξω,
ήλιους που έδυσαν μακριά,
πικρά, θλιμμένα μεσημέρια,
κρυμμένα μέσα σου βαθιά.

Μου λες πώς έσβησε ο χρόνος,
κείνα τα άνθη τα λευκά
κι έμεινε πίσω σου το φως τους,
θαμπό να σ αποχαιρετά;


ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΟΥ


Χρύσωνε τα σπίτια ένας ήλιος,
μ όλα τα λουλούδια ανθισμένα,
γκρέμιζε η ζωή σου φυλακές,
τότε που ήταν όλα κερδισμένα.

Πέρναγε ο καιρός με μια σιωπή,
μόνο το χαμόγελό σου, αυτό θυμάμαι,
χάδι αγέρα, ήλιος χρυσαφής
και τα δειλινά να μην γερνάνε…


ΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ…

Χρόνια θυμάμαι να ευωδιάζουν
εκείνες οι γλυκές συκιές,
και τα σοκάκια ν αντηχούνε
διάφανες, παιδικές φωνές.

Κι έρχεται δίπλα σαν παιδί,
μνήμη, γλυκόπικρη, νωπή,
πως όλα γύρω σου σιγή
κι εσύ εκεί, μια μουσική…


ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΛΕΥΚΟ...


Πάλι εκείνος ο καθρέφτης,
μπροστά σου στέκει, τον κοιτάς,
μέσα στο τζάμι του αναμνήσεις,
γίναν ταξίδια κι εσύ πας.

Άλλαξαν όλα μα η ζωή σου,
γελά στον ίδιο ουρανό.
Έμεινε πόρτα ανοιχτή,
που την έβαψε ο χρόνος με απέραντο λευκό…


ΚΕΝΤΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣ


Σε βρήκα πάλι ξεχασμένο,
να τριγυρίζεις στα παλιά,
να σε λυτρώνουν αναμνήσεις,
από το σήμερα μακριά.

Μάτωνες όταν σε ρωτούσα,
χωρίς απάντηση καμιά.
Kλειστά τα χείλη, σφραγισμένα,
μα η ματιά σου μια φωτιά.

Ξέρω καλά τη φυλακή σου,
που σαν χειμώνας σε κρατά,
χωρίς καν σίδερα να έχει,
μονάχα μνήμη που κεντά…


ΑΛΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ


Γυρνούσα χρόνια σ άδειους δρόμους,
γύρευα ανθρώπινες μορφές,
μια αγκαλιά ζεστή δική σου,
που έκρυβε παλιές γιορτές.

Πώς να ξεχάσω αυτό σου το βλέμμα,
που κλεινε μέσα του ήλιους ζεστούς,
πόσο θα ήθελα κι έναν για μένα,
να με γυρίσει σ άλλους καιρούς…


Η ΚΟΡΝΙΖΑ

Ξεκινήσαμε κι αντέγραφαν τα μεσημέρια,
παλιά τους χαμόγελα χωρίς ένα ψέμα.
Κάπου ανταμώσαμε στο ξίφος του χρόνου,
κι η κόψη του κέντρισμα, δάκρυ στο βλέμμα.
Γνωστές φιγούρες που γελούσαν, έγιναν άνεμος κρυφά
και χύθηκαν ζωής ταξίδια, σε μια κορνίζα σου παλιά…


ΓΙΑ ΣΕΝΑ…

Ένιωθα χρόνια τη μορφή σου,
πίσω από φώτα και γιορτές,
σαν μελωδία μαγεμένη,
που ξόρκιζε πικρές σιωπές.

Άνοιγε τότε η αγκαλιά σου,
ήλιος στεγνός από βροχές,
κι όλο τον κόσμο μου τραγούδι,
σιγοψιθύριζες σαν χθες…


ΓΥΑΛΙ…

Όταν χαμήλωσε η φωνή,
στις αναμνήσεις που ξυπνούσε,
ύγραιναν τα μάτια σου βροχή,
σαν το μικρό παιδί που καρτερούσε.

Μαζί θυμάμαι μια φωτογραφία,
αγγίζαμε στου χρόνου την αχλή,
σιωπούσες πάντα όταν σε ρωτούσα
κι η μνήμη χάραζε, γυαλί…


ΑΧΛΥΣ…

Αήττητη, χαμένη,
χωρίς φωνή μιλά,
για λέξεις, για σιωπές, για χρέη ανοιχτά.
Φιγούρα φοβισμένη,
γενναία σαν παιδί,
άλυτο το αίνιγμα της μνήμης,
σου άφησε για λύση την αχλύ…


Η ΦΤΩΧΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ


Έγερνε χρόνια η μορφή σου,
σε μια ανηφόρα μα εσύ τη γελούσες.
Σκαμμένο μου πρόσωπο,
ποτέ δε μαράθηκαν τα άνθη που σκόρπιζες
εκεί που περνούσες…

Το ίδιο καρότσι βαστούσες πάντα,
που μ έλουζε μύρο μετά τη βροχή.
Ποτέ δε σε ρώτησα πώς τ ανεχόσουν
φτωχή μου βασίλισσα να στέκεσαι κει;


ΜΥΡΩΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ

Έτρεχαν θυμάμαι απ τα μάτια εκείνα,
του κόσμου οι βρύσες χωρίς τελειωμό,
στη θέα της μνήμης να σε λυτρώνει,
χαρά μυρωμένη με βλέμμα γλυκό.

Κι άνθιζες όλος από το φως της,
γινόσουν πάλι μικρό παιδί,
ό,τι ήταν ξένο μπροστά της χανόταν,
κι ό,τι δικό σου έλαμπε κει….


ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ…

Ταξίδι ανέσπερο η ματιά σου,
έτρεχε σ άδειες γειτονιές,
έψαχνε βλέμματα, φιγούρες,
χρώματα, γέλια, ευωδιές.

Μακριά σου πώς περνούν οι μέρες,
έφεραν πέτρινες αυλές,
παιδιά που παίζουν μες τη στάχτη
κι εσύ μιλάς μόνο για χθες.

Για μια στιγμή σ είδα απ το τζάμι,
χαμογελούσες πιο πικρά,
δε βρήκες κάτι να μου πεις
κι όλα ξανάγιναν μικρά…


Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Περνούσε όλη η γειτονιά,
από τη μνήμη αυλακιά,
μία απέραντη αγκαλιά.
Μάτωναν τότε οι ουρανοί,
γιατί δε μείναν ζωντανοί,
αυτοί που σ είχαν ντύσει…
να τους κοιτάξεις μια φορά,
να τους κρατήσεις πιο σφιχτά,
μη γίνει ο ήλιος δύση…


ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΟΣ ΡΟΛΟΣ

Ξεθώριαζε μια φωτογραφία,
σε μία σάλα ξεχασμένη,
υγρά τα μάτια τη βαστούσαν,
και ταξιδεύαν σ άλλα μέρη.

Κρύα κορνίζα γύρω ασημένια,
μέσα τον ήλιο έκλεινε όλο,
άγγιγμα, χάδι, χαμόγελο, ομίχλη,
έπαιζαν πάλι γλυκόπικρο ρόλο…


ΒΟΥΒΟ ΜΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟ…


Βουβό μου πρόσωπο, θλιμμένο,
τόσο δικό μου, τιμημένο,
κρυφά απ τη ζωή γελούσες,
για έναν Μάρτη μαραμένο.

Βουβό μου πρόσωπο, σκυμμένο,
από χειμώνες χτυπημένο,
τράβα τις βρόχινες κουρτίνες,
να γίνω ήλιος σου, να μπαίνω…


ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Έλουζαν οι αχτίδες τα σοκάκια,
σκόρπιζαν στον άνεμο οι φωνές,
γέλαγες και συ πίσω απ το τζάμι,
ξόρκιζες παλιές, πικρές σιωπές.

Ίδια πάντα μένεις μες τη μνήμη,
όμορφη, γαλάζια, ακριβή.
Άνοιξη αιώνια αγαπημένη,
δε γνώρισες ποτέ σου φυλακή.


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΣΟΥ

Κοντά είναι πάντα η στιγμή,
αγέρι, δάκρυ, προσευχή,
να ξέρεις, μη λυγίσεις.
Εκείνο το παλιό το κάστρο μόνο στέκει,
που πρέπει να κερδίσεις.
Μη φοβηθείς ποτέ ν ανέβεις
τα πέτρινα, σκληρά σκαλιά του.
Από ψηλά απλώνει η θέα, η μόνη συντροφιά του…


ΤΑΞΙΔΙΑ…

Για κάθε άνοιξη που άργησες να φέρεις,
με τόσα χρώματα και μ άφησες στα ίδια.
Άσε ν ανοίξω πάλι την πόρτα της ζωής,
κι όλα τ αντίο σου να γίνουνε ταξίδια…


ΛΕΙΠΕΙΣ…

Ανοίγει μια πόρτα.
Απλώνει η σιωπή.
Όλοι είναι μέσα.
Λείπεις εσύ.

Ψίθυροι μείναν,
τα λόγια σου πάνε.
Χωρίς μια φωνή,
μακριά σου γερνάνε…


Η ΓΑΖΙΑ

Μόνες στα χρόνια αυλές ερημωμένες.
Γεμάτες όλο ζωή λουλούδια τότε.
Χαμόγελα που έσβησαν, όπως μαραθήκατε κι εσείς.
Τότε που κόπηκε η Γαζία, πότε ήταν άραγε; Το άρωμά της έπαψε να υπάρχει.
Κι ένα ένα τα λουλούδια όλα εξαφανίστηκαν.
Αναγκαστικά.
Ορτανσίες, γαρδένιες, κοράλλια, σκουλαρίκια της βασίλισσας, νυχτολούλουδα, φρέζες, δειλινά, αγριολούλουδα και η Γαζία.
Τί έμεινε στο πέρασμα του χρόνου;

Και μετά βλέπω εσένα. Να κοιτάζεις μελαγχολικά
τη νεκρή αυλή κι όμως να μη λυπάσαι κατά βάθος, γιατί
πιο ζωντανή, πιο πολύχρωμη, πιο ευωδιαστή έμεινε μέσα σου.
Πώς να λησμονηθεί τόση ομορφιά από έναν χωροχρόνο;
Πώς να νικήσουν όρια, σύνορα, περιορισμοί,
Πώς να εξηγήσει κανείς αυτό που νιώθει,
όταν όλα αυτά που βλέπει, όλα, είσαι εσύ;